ῥοπή

ῥοπή
ῥοπή, ῆς, ἡ (ῥέπω ‘to incline’; Aeschyl., Pla.+; Herodas 7, 33; Vett. Val. 301,1; SIG 761, 5 [48/47 B.C.]; UPZ 110, 73 [164 B.C.]; PTebt 27, 79; LXX; TestSol 24:2 H; Philo; Jos., Bell. 3, 396; 4, 367; 5, 88 al.; Mel.) downward movement (esp. of a scale-pan), inclination ἐν ῥ. ὀφθαλμοῦ in the twinkling of an eye 1 Cor 15:52 v.l. (ῥοπή, though without ὀφθαλμοῦ, = ‘moment’: Diod S 13, 23, 2; 13, 24, 6 [ῥ. καιροῦ ‘decisive moment’]; 20, 34, 2; Plut., Ages. 614 [33, 3]; Wsd 18:12 πρὸς μίαν ῥοπήν; 3 Macc 5:49 ὑστάτη βίου ῥοπή; EpArist 90; Mel., P. 21, 145 ἐν μιᾷ ῥοπῇ; 26, 185 and 29, 200 ὑπὸ μίαν ῥοπήν).—DELG s.v. ῥέπω. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… …   Dictionary of Greek

  • ῥοπῇ — ῥοπή turn of the scale fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοπή — turn of the scale fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ροπή — η 1. το να κλίνει, να γέρνει κανείς προς τα κάτω, γέρσιμο: Η ζυγαριά του είχε μιαν ελαφρή ροπή προς τα δεξιά. 2. κλίση σε κάτι, τάση: Έχει ροπή στην ψευδολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥοπῆι — ῥοπῇ , ῥοπή turn of the scale fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοπαῖς — ῥοπή turn of the scale fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοπαί — ῥοπή turn of the scale fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοπᾶς — ῥοπή turn of the scale fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοπᾷ — ῥοπή turn of the scale fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοπῆς — ῥοπή turn of the scale fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοπῇς — ῥοπή turn of the scale fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”